παστοπήγιον

παστοπήγιον
τὸ και παστοπηγία, ἡ, Μ
ο νυφικός θάλαμος, ο νυμφώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (Ι) + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. κηρο-πήγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”